- κηδεμόνας
- οαυτός που επιβλέπει και φροντίζει ανήλικο: Πέθανε ο πατέρας του και είμαι κηδεμόνας του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κηδεμόνας — ο, η (Α κηδεμών, όνος, ό) αυτός που επιβλέπει και φροντίζει άτομο ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο σχολείο αύριο με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῡδε γὰρ σὺ κηδεμών», Σοφ.) αρχ. (γενικά) 1. αυτός που έχει τη φροντίδα προσώπου ή πράγματος, ο… … Dictionary of Greek
κηδεμόνας — κηδεμών one that has charge of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Μαρία Χριστίνα — Όνομα δύο βασιλισσών της Ισπανίας. 1. Μ. των Βουρβόνων (Νάπολη 1806 – Σεντ Αντρές, Κάτω Σηκουάνας 1878). Βασίλισσα της Ισπανίας (1829 54). Ήταν κόρη του Φραγκίσκου A’, δούκα της Καλαβρίας (του μετέπειτα Φραγκίσκου A’ των Δύο Σικελιών) και της… … Dictionary of Greek
διεκδικητής — ο (θηλ. διεκδικήτρια, η) (Μ διεκδικητής, ο) [διεκδικώ] νεοελλ. 1. αυτός που αξιώνει για τον εαυτό του κάποιο δικαίωμα («διεκδικητής περιουσίας») 2. υποψήφιος, μνηστήρας («διεκδικητής τού θρόνου») μσν. 1. υπερασπιστής 2. κηδεμόνας, πληρεξούσιος … Dictionary of Greek
επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… … Dictionary of Greek
επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… … Dictionary of Greek
επικήρυξη — Η προκήρυξη χρηματικής αμοιβής με πράξη της πολιτείας, για τη σύλληψη, την ανακάλυψη ή και τον φόνο προσώπων επικίνδυνων για τη δημόσια ασφάλεια. Η ε. εκδίδεται στην Ελλάδα με προεδρικό διάταγμα, που προκαλείται από τον υπουργό των Εσωτερικών… … Dictionary of Greek
επιτροπεία — Η ανάθεση σε ένα ορισμένο πρόσωπο (επίτροπο) της επιμέλειας του προσώπου και της περιουσίας ατόμων, τα οποία, λόγω ανηλικότητας, αναπηρίας ή ανικανότητας, δεν είναι σε θέση να επιμεληθούν τις υποθέσεις τους. Σε ε. υποβάλλονται οι αχειράφετοι… … Dictionary of Greek
κηδέστωρ — κηδέστωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι, κηδεμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κηδεστής] … Dictionary of Greek